-
1 στοιχέω
στοιχέω, in einer Reihe neben oder hinter einander stehen, ἐφεξῆς εἶναι κατὰ βάϑος, Poll. 1, 127; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῠσα ἑπέσϑω, in einer langen Reihe, Xen. Cyr. 6, 3, 34. Dah. = folgen, στοιχεῖν τῇ προϑέσει τινός, Pol. 28, 5, 6; N. T.; die athenischen Epheben schworen nach Poll. 8, 105 u. Stob. Floril. 43, 48 οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde – Bes. von Tanzenden, beim Reigen neben einander, in einem Gliede stehen, Jac. Philostr. 647. – Uebertr., beitreten, beistimmen, τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein, Schol. Ar. Plut. 773.
-
2 ἐπιμένω
A stay on, tarry, abs., Il.19.142, Od.17.277; ἐπιμεῖναι ἐςαὔριον 11.351
; ἄγε νῦν ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω do you wait, and I will put on my armour, Il.6.340; alsoἐ. ἐνὶ μεγάροισιν.. ὄφρα.. Od. 4.587
;ἐ. ἵνα.. h.Cer. 160
, Ar.Nu. 196; soἐ. ἐς τε.. X.An.5.5.2
: after Hom., remain in a place,ἐ. ἐν τῇ πόλει And.1.75
, etc.; ἐπί τῇστρατιᾷ X.An.7.2.1
.2. abs., remain in place, continue as they are, of things, Th.4.4, Pl.Phd. 80c, X.Cyn.6.4; keep one's seat, of a horseman, Id.Cyr.1.4.8; stay behind in a place, Str.10.2.24.3. continue in a pursuit, ἐπὶ τῇ ζητήσει, ἐπὶ λόγῳ, Pl.La. 194a, Tht. 179e; ἐπὶ τοῖςδοξαζομένοις Id.R. 490b
;ἐπὶ τοῦ κακουργήματος D.24.86
;ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plb.1.77.1
; c.dat., persist in,τῇ ἀπονοία PTeb.424.4
(iii A.D.); continue treatment, ἐ.βοηθήματι Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.83; cleave to,μιᾷ γυναικί PSI3.158.26
(iii A.D.): also c. part., ἐ. ἐπὶ τῶν ἵππωνὀρθὸς ἑστηκώς Pl.Men. 93d
, cf.Ev.Jo.8.7; spend time over,ὑποδείγμασι A.D.Synt.166.14
.4. abide by, ταῖς σπονδαῖς dub. l. in X.HG.3.4.6.5. endure,τοῖς συμβεβηκόσι Sor.1.3
.II. c. acc., await, be in store for, (lyr.), v.l.in Id.Ph. 223 (lyr.), cf. Pl.R. 361d: c. [tense] aor. inf.,ἐ. τι τελεσθῆναι Th.3.2
; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα not to wait so as to.., S.Tr. 1176: c. [tense] fut. inf., Th.3.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμένω
-
3 στοιχέω
στοιχέω, in einer Reihe neben- oder hintereinander stehen; ἡ ἑκατοστὺς στοιχοῠσα ἑπέσϑω, in einer langen Reihe. Dah. = folgen; die athenischen Epheben schworen: οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἂν στοιχήσω, neben dem ich in Reihe und Glied stehen werde. Bes. von Tanzenden, beim Reigen nebeneinander, in einem Gliede stehen. Übertr., beitreten, beistimmen; τινί, στοιχεῖν μιᾷ γυναικί, mit einer Frau zufrieden sein -
4 πρέπω
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number,ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104
;μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172
, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing,φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12
, cf. Th. 124 (lyr.), E.Alc. 512, 1050;π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24
(lyr.); shine forth, show itself,πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67
;πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th. 390
, cf. Pers. 239 (troch.), Ag. 389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib. 242 (lyr.);ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer. 214
;Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel. 216
(lyr.): sts. c. part., to be clearly seen as doing or being,ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30
; σπλάγχνα.. πρέπουσ' ἔχοντες ib. 1222, cf. Eu. 995 (anap.).3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib. 1311.II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38;πρέποντα.. ταύρῳ δέμας A.Supp. 301
; ;πρέπεις.. θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba. 917
: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers. 247, cf. Supp. 719; more freq. with ὡς orὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El. 664
;ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp. 1056
; (lyr.).III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers.,θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
; , cf. Pl.Chrm. 158c, etc.; with Preps.,ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl. 510
;οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24
: c. part.,ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin. 976c
, cf. Plt. 269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph. 219c.2 freq. in part.,ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R. 460a
, etc.; esp. in part. neut.,πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg. 503e
;ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25
;τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3
: rarely c. gen.,π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj. 534
, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma. 294a;πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt. 284e
, etc.: pl.,πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9
;πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23
.3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to.., S.OT9; Πομπήϊος.. πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.;οὐ πρέπει νῷν.. δάσασθαι Pi.P.4.147
;πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr. 121
, cf. A.Ag. 483 (lyr.), E.Hipp. 115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.b c. acc. pers. et inf.,πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46
, cf. A.Supp. 203, S.Tr. 728, Th.1.86, etc.c c. inf. only,πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82
, cf. P.5.43, A.Th. 656, Ag. 636, etc.d with inf. understood, an acc. may be subject,ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68
.α', cf. A.Supp. 195, Pl.Prt. 312b; or object,τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139
; so with dat. of indirect object, Id.8.114. -
5 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
См. также в других словарях:
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek